Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.212 εγγραφές [1181 - 1190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειρώνακτας ο [xirónaktas] Ο5 : αυτός που δουλεύει με τα χέρια, που δεν κάνει πνευματική εργασία: Ο ξυλουργός είναι ~.
[λόγ. < αρχ. χειρῶναξ, αιτ. -ακτα]
- χιονιάς ο [xo
ás] Ο1 : καιρός πολύ κρύος με χιόνι ή που προμηνύει χιόνι: Ο φοβερός ~ παρέλυσε τη ζωή της πόλης. Ο καιρός γύρισε σε χιονιά. [χιονι(ά) -άς]
- χιουμορίστας ο [xumorístas] Ο3 : αυτός που μιλάει ή που γράφει με χιού μορ και ειδικότερα, ο ευθυμογράφος: Γνωστός / διακεκριμένος ~. || (ως επίθ.): ~ συγγραφέας.
[λόγ. χιουμορ(ιστής) -ίστας < αγγλ. humorist (-ist = -ιστής)]
- χιτώνας ο [xitónas] Ο2 : 1.εσωτερικό ένδυμα, φαρδύ, χωρίς ζώνη, συνήθ. μακρύ και χωρίς μανίκια, που το φορούσαν πολλοί λαοί της αρχαιότητας: Iωνικός ~, μακρύς. Δωρικός ~, κοντός. Ποδήρης / χειριδωτός ~. (έκφρ.) όποιος έχει δύο χιτώνες δίνει τον ένα, για να δηλώσουμε ότι οι άνθρωποι πρέπει να μοιράζονται μεταξύ τους τα αγαθά. 2. ό,τι περιβάλλει και καλύπτει κτ.: α. (ανατ.) ονομασία διάφορων μεμβρανών που καλύπτουν όργανα του σώματος: Aμφιβληστροειδής / κερατοειδής ~ του οφθαλμού. β. περίβλημα που μοιάζει με μεμβράνη και που καλύπτει διάφορα φυτικά όργανα: Ο ~ του βολβού.
[λόγ. < αρχ. χιτών, αιτ. -ῶνα]
- χλοοτάπητας ο [xlootápitas] Ο5 : έκταση καλυμμένη με γκαζόν· χορτοτάπητας: Ο ~ του αγωνιστικού χώρου του γηπέδου.
[λόγ. χλό(η) -ο- + τάπης > τάπητας]
- χοντρέμπορος ο [xondrémboros] Ο20α & χονδρέμπορος ο [xonδrémbo ros] Ο19 & (προφ.) χοντρέμπορας ο [xondrémboras] Ο5 : έμπορος που κάνει χοντρικό εμπόριο: Οι μικρέμποροι ψωνίζουν από τους χοντρέμπορους.
[λόγ. χονδρ(ός) + έμπορος μτφρδ. γαλλ. commerçant en gros και προσαρμ. στη δημοτ. κατά το χοντρός· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]
- χορευταράς ο [xoreftarás] Ο1 θηλ. χορευταρού [xoreftarú] Ο37 : αυτός που αγαπάει πολύ το χορό και που συνήθ. είναι και πολύ καλός χορευτής.
[χορευτ(ής) -αράς· χορευταρ(άς) -ού]
- χορτοτάπητας ο [xortotápitas] Ο5 : έκταση καλυμμένη με γκαζόν· χλοοτάπητας: Ο ~ του αγωνιστικού χώρου του γηπέδου.
[λόγ. χορτο- + τάπης > τάπητας]
- χότζας ο [xódzas] Ο4 : μουσουλμάνος ιεροδιδάσκαλος· (πρβ. ιμάμης). || Xότζας, πρόσωπο της λαϊκής παράδοσης. (έκφρ.) σαν το φούρνο* του Xότζα.
[τουρκ. hoca -ς (από τα περσ., αρχική σημ.: `δάσκαλος΄)]
- χουβαρντάς ο [xuvardás] Ο1 θηλ. χουβαρντού [xuvardú] Ο37 & κουβαρντάς ο [kuvardás] Ο1 θηλ. κουβαρντού [kuvardú] Ο37 : (οικ.) άνθρωπος που ξοδεύει για τους άλλους χωρίς να τσιγκουνεύεται: Aυτός είναι ~, κάνει ακριβά δώρα / δίνει μεγάλα φιλοδωρήματα.
[τουρκ. hovarda, *kovarda -ς ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [x] και του χειλ. [v] )· χουβαρντ(άς), κουβαρντ(άς) -ού]