Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.212 εγγραφές [1141 - 1150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φονιάς ο [fonás] Ο1 θηλ. φόνισσα [fónisa] Ο27 : (προφ.)· (πρβ. δολοφόνος). 1. αυτός που έχει σκοτώσει άνθρωπο: Έγινε ~ του αδερφού του. (έκφρ.) κι ύστερα φταίει ο ~, για περιπτώσεις όπου το θύμα προκαλεί το δράστη. 2. αυτός που σκοτώνει συστηματικά ή εξ επαγγέλματος: Πληρωμένος ~. 3. (μτφ.) αίτιος θανάτων, οδύνης, πόνου, μεγάλης δυστυχίας: H ηρωίνη είναι ~ της νεολαίας.
[μσν. φονιάς < *φονέας με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. φονεύς, αιτ. -έα· φον(ιάς) -ισσα]
- φορέας ο [foréas] Ο21 : I1. αυτός που έχει, μεταφέρει, μεταδίδει κτ.: Tα κουνούπια / τα ποντίκια είναι φορείς μικροβίων και ασθενειών. || (επέκτ.): Οι λέξεις / οι μορφές είναι φορείς νοήματος. Tα μνημεία αποτελούν φορείς αξιών. Ο κύριος ~ της δράσης στην κινηματογραφική ταινία είναι ο πρωταγωνιστής. ~ ιδεολογίας / προόδου / επαναστατικών ιδεών. 2. πρόσωπα, ομάδες προσώπων, σύλλογοι, οργανισμοί κτλ. (θεσμοθετημένοι ή μη) που αναπτύσσουν κοινωνικές, πολιτικές, πολιτιστικές, διοικητικές, επαγγελματικές κτλ. δραστηριότητες: Επαγγελματικοί / κοινωνικοί / πολιτιστικοί / πολιτικοί / συνδικαλιστικοί φορείς. Επίσημος / κρατικός / πανεπιστημιακός ~. Ο έλεγχος των ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης πρέπει να περάσει σε διακομματικό φορέα. II1. (μηχ.) κατασκευή που χρησιμεύει για την υποδοχή και τη μεταφορά φορτίων: Επίπεδοι / ελεύθεροι φορείς. 2. (μαθημ.) ~ διανύσματος, η ευθεία επάνω στην οποία βρίσκεται το διάνυσμα.
[λόγ. < αρχ. φορεύς, αιτ. -έα `μεταφορέας΄, σημδ.: I: γαλλ. porteur, vecteur, véhicule & αγγλ. carrier, conveyer· II1: γερμ. Träger· II2: γαλλ. vecteur]
- φοροεισπράκτορας ο [foroispráktoras] Ο5 : υπάλληλος που ήταν αρμόδιος για την είσπραξη φόρων.
[λόγ. φόρ(ος) -ο- + εισπράκτ(ωρ) -ορας μτφρδ. αγγλ. tax collector]
- φοροφυγάς ο [forofiγás] Ο1 & φοροφυγάδας ο [forofiγáδas] Ο2 : αυτός που έντεχνα (και παράνομα) αποφεύγει την πληρωμή φόρων στο κράτος: Οι φοροφυγάδες θα τιμωρούνται αυστηρά.
[λόγ. φόρ(ος) -ο- + φυγάς μτφρδ. αγγλ. tax evador· λόγ. φοροφυγ(άς) -άδας]
- φορτωτήρας ο [fortotíras] Ο2 : μηχάνημα για φορτοεκφορτώσεις εμπορευμάτων, ιδίως σε πλοία.
[λόγ. φορτω- (δες φορτώνω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. loader]
- φουκαράς ο [fukarás] Ο1 θηλ. φουκαρού [fukarú] Ο37 : φτωχός, κακόμοιρος, ταλαίπωρος, αξιολύπητος άνθρωπος: Ένας ~ μεροκαματιάρης είναι. Bρε τη φουκαρού, τι τράβηξε! Φουκαρά μου, τι έχεις να πάθεις ακόμα, καημένε μου.
φουκαράκος ο YΠΟKΟΡ. [τουρκ. fukara (από τα αραβ.: `δερβίσηδες΄) -ς· φουκαρ(άς) -ού· φουκαρ(άς) -άκος]
- φουστανελάς ο [fustanelás] Ο1 : αυτός που φοράει φουστανέλα· (πρβ. τσολιάς): Ήρθαν μερικοί κουμπουροφόροι φουστανελάδες.
[φουστανέλ(α) -άς]
- φραγκόπαπας ο [fraŋgópapas] Ο6 : (παρωχ., μειωτ.) καθολικός ιερέας.
[φραγκο- + παπ(άς) -ας]
- φραμπαλάς ο [frabalás] & φαρμπαλάς ο [farbalás] συνήθ. στη σημ. 1 Ο1 : 1. λουρίδα από ύφασμα με λεπτές πτυχές ή με σούρα, που στολίζει τον ποδόγυρο σε γυναικεία ρούχα ή τις άκρες μαξιλαριών, σεντονιών κτλ. 2. (πληθ.) πολλά και επιτηδευμένα λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: Άσε τους φραμπαλάδες και μίλα στα ίσια. 3. (οικ., λαϊκ.) φασαρία, σαματάς που γίνεται για διασκέδαση.
φραμπαλαδάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1. [< φαρμπαλάς με μετάθ. του [r] < γαλλ. falbala -ς με ανομ. υγρών [l-l > r-l] ]



