Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-όνη"
1 εγγραφή
-όνη [óni] : (χημ.) επίθημα οργανικών ενώσεων που υποδηλώνει ότι η ένω ση ανήκει στις κετόνες: ακετόνη, οιστρόνη.

[λόγ. < γαλλ. -one: ακε τ-όνη < γαλλ. acetone]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες