Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -μένος 1 -μένη -μένο [ménos] & -αμένος -αμένη -αμένο [aménos] & -εμένος -εμένη -εμένο [eménos] & -ημένος 1 -ημένη -ημένο [iménos] & -ωμένος 1 -ωμένη -ωμένο [oménos] & -σμένος 1 -σμένη -σμένο [zménos] & -ισμένος -ισμένη -ισμένο [izménos] & -γμένος -γμένη -γμένο [γménos] & -μμένος 1 -μμένη -μμένο [ménos] ανάλογα με το θέμα του παθητικού αορίστου με βάση το οποίο κυρίως σχηματίζεται : κατάληξη μετοχής παθητικού παρακειμένου (ή αλλιώς παθητικής μετοχής) συνήθ. με επιθετική λειτουργία· λειτουργεί ως επιθετικός προσδιορισμός, ως κατηγορούμενο, με ουσιαστικοποιημένη χρήση ή χρησιμοποιείται στο σχηματισμό περιφραστικής συζυγίας. 1. δηλώνει πράξη που έχει συντελεστεί στο χρόνο που φανερώνει το ρήμα της πρότασης στην οποία ανήκει: (δένω - δέθηκα) δεμένος, (λύνω - λύθηκα) λυμένος, (κρίνω - κρίθηκα) κριμένος, (γδέρνω - γδάρθηκα) γδαρμένος, (παίρνω - πάρθηκα) παρμένος, (αναπαύω - αναπαύτηκα) αναπαυμένος, (γοητεύω - γοητεύτηκα) γοητευμένος· (ζεσταίνω - ζεστάθηκα) ζεσταμένος· (μαγεύω - μαγεύτηκα) μαγεμέ νος, (λαθεύω - λαθεύτηκα) λαθεμένος· (αγαπώ - αγαπήθηκα) αγαπημένος, (καταχωρώ - καταχωρήθηκα) καταχωρημένος· (διορθώνω - διορθώθηκα) διορθωμένος· (απολυμαίνω - απολυμάνθηκα) απολυμασμένος· (σοκάρω - σοκαρίστηκα) σοκαρισμένος· (διώχνω - διώχτηκα) διωγμένος, (πλέκω - πλέχτηκα) πλεγμένος, (βρέχω - βρέχτηκα) βρεγμένος, (απαλλάσσω - απαλλάχτηκα) απαλλαγμένος· (επικαλύπτω - επικαλύφθηκα) επικαλυμμένος, (κρύβω - κρύφτηκα) κρυμμένος, (οξύνω - οξύνθηκα) οξυμμένος. || με ενεργητική ή παθητική σημασία κατά περίπτωση: διαβασμένος άνθρωπος - διαβασμένο βιβλίο, άνθρωπος που έχει διαβάσει πολλά βιβλία - βιβλίο που έχει διαβαστεί· έφυγε φαγωμένος - πίτα φαγωμένη, έφυγε αφού έφαγε, - πίτα που έχει φαγωθεί, που την έχουν φάει. 2. (από ρήματα ενεργητικής φωνής) δηλώνει συνήθ. κατάσταση (φυσική, σωματική ή ψυχική): (αηδιάζω - αηδίασα) αηδιασμένος, (βραχνιάζω - βράχνιασα), βραχνιασμένος (διψώ - δίψασα) διψασμένος, (αργοπορώ - αργοπόρησα) αργοπορημένος, που έχει αηδιάσει, βραχνιάσει, διψάσει, αργοπορήσει. || δηλώνει ενέργεια: καμαρωμένος, που καμαρώνει, καμαρωτός· παραπονεμένος, που εκφράζει παράπονο, παραπονιάρικος ή που έχει παράπονα, παραπονιάρης. 3. χαρακτηρίζει αυτόν που είναι άξιος να πάθει αυτό που εκφράζει το ρήμα: ζηλεμένος, που αξίζει να τον ζηλεύουν, ζηλευτός. 4. ισοδυναμεί με ευχή ή κατάρα: (ευλογήθη κα) ευλογημένος, (συγχωρέθηκα) συγχωρεμένος, μακάρι να ευλογηθεί, να συγχωρεθεί από το Θεό, να τον ευλογήσει, να τον συγχωρέσει ο Θεός. || μερικές φορές είναι σε χρήση μόνο ο τύπος της μετοχής: πολυχρονεμένος, μακάρι να ζήσει πολλά χρόνια· συφοριασμένος, μακάρι να τον βρουν συμφορές.
[αρχ. επίθημα μέσου και παθ. πρκ. -μένος: αρχ. χαρίζομαι (μέσο, ελνστ.: χαρίζω), μτχ. κεχαρισ-μένος, αρχ. δέρω `γδέρνω΄ - παθ. δέρομαι, μππ. δεδαρ-μένος και ελνστ. ή μσν. επέκτ. σε ενεργ. ρ.: αρχ. ἀρρωστῶ - μσν. μτχ. αρρωστη-μένος, καθώς και με βάση άλλους τύπους του ρ.: φαγ- (τρώω) ενεργ. μτχ. φαγ-ωμένος· επέκτ. του επιθήματος με βάση ρ. που το θέμα τους λήγει σε: -α-, -ε-, -η-, -ω-, -σ-, -γ-, -ν-]
- -ώμενος -ώμενη -ώμενο [ómenos] θηλ. (ως ουσ.) & -ωμένη [oméni] : κατάληξη για το σχηματισμό της μετοχής του παθητικού ενεστώτα· κανονικός σχηματισμός σε ρήματα με λόγια προέλευση που έληγαν σε -άω, -ώμαι· (πρβ. -όμενος, -ούμενος 1): αναρριχώμενος, ερωτώμενος, περισπώμενος, τιμώμενος. || συχνά λειτουργούν ως ουσιαστικά: τα δρώμενα· το ουσιαστικοποιημένο θηλυκό συνήθ. παροξύτονο: περισπωμένη.
[λόγ. < αρχ. επίθημα μπε. -ώμενος: αρχ. τιμ-ώμενος, ελνστ. περισπ-ώμενος]
- -ωμένος 3 -ωμένη -ωμένο [oménos] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό έχει, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, το χαρακτηριστικό που αναφέρει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (μυαλό) μυαλωμένος, (μπράτσο) μπρατσωμένος.
[< -ωμένος 1 (δες -μένος 1)]



