Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-χρονος"
1 εγγραφή
-χρονος -η -ο [xronos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι: 1. το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει την ηλικία που εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που υπάρχει ως α' συνθετικό: εξά~, οχτά~, δεκά~, δεκαεξά~. || εκατό~, χιλιό~, ως ευχή για μακροημέρευση. 2. το προσδιοριζόμενο διαρκεί τόσο χρόνο όσο εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που υπάρχει ως α' συνθετικό: δί~, τρί~, δεκά~, πεντά~. 3. το προσδιοριζόμενο έχει όσον αφορά το χρόνο τη σχέση που εκφράζει το α' συνθετικό: ισό~, προτερό~, ταυτό~, υστερό~.

[1, 2: μσν. -χρονος θ. του ουσ. χρόν(ος) -ος ως β' συνθ.: μσν. πολύ-χρονος· 3: λόγ. < ελνστ. -χρονος: ελνστ. ὑστερό-χρονος `κατοπινός΄, δί-χρονος `που αντιστοιχεί σε δύο χρονικές ενότητες΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες