Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -τορας [toras] : ατονημένο επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· δηλώνει το πρόσωπο που ενεργεί και ειδικότερα πρόσωπο με ιδιότητα ή επάγγελμα σχετικό με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (γεννώ) γεννήτορας, (διδάσκω) διδάκτορας, (εισπράττω) εισπράκτορας.
[λόγ. < αρχ. μεταρ. επίθημα -τωρ, αιτ. -τορα παραγωγικό δραστικών ουσ.: αρχ. ἡγή-τωρ (δες ηγήτορας), πανδαμά-τωρ]



