Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-τορας"
1 εγγραφή
-τορας [toras] : ατονημένο επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· δηλώνει το πρόσωπο που ενεργεί και ειδικότερα πρόσωπο με ιδιότητα ή επάγγελμα σχετικό με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (γεννώ) γεννήτορας, (διδάσκω) διδάκτορας, (εισπράττω) εισπράκτορας.

[λόγ. < αρχ. μεταρ. επίθημα -τωρ, αιτ. -τορα παραγωγικό δραστικών ουσ.: αρχ. ἡγή-τωρ (δες ηγήτορας), πανδαμά-τωρ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες