Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-πλός"
1 εγγραφή
-πλός -πλή -πλό [plós] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αποτελείται από τόσα μέρη όσα εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό από το οποίο συνήθ. παράγεται ή ότι γίνεται ή είναι μεγαλύτερο ή περισσότερο τόσες φορές όσες εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό· (πρβ. -πλάσιος, -διπλος): διπλός, τριπλός, τετραπλός, εξαπλός, οκταπλός, δεκαπλός. || πολλαπλός.

[ελνστ. -πλός: ελνστ. ἁ-πλός, δι-πλός < αρχ. -πλοῦς: αρχ. ἁ-πλοῦς, δι-πλοῦς μεταπλ. δι-πλός με βάση τη γεν. διπλοῦ κατά το σχ. καλ-ός - καλ-ού & προσαρμ. λόγιων λ.: πολλα-πλός < πολλα-πλοῦς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες