Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -πιτα [pita] : το ουσ. πίτα ως β' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με α' συνθετικό κάποιο υλικό που δηλώνει το βασικό συστατικό της: γαλατό~, κολοκυθό~, λαχανό~, σπανακό~, τυρό~, χορτό~. || βασιλό~.
[μσν. -πιτα < ουσ. πίτα ως β' συνθ.: μσν. λαχανό-πιτα]



