Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -κόμος [kómos] θηλ. -κόμος [kómos] & -κόμα [kóma] : λόγιο β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά και θηλυκά ουσιαστικά, σε σύνθεση με λόγιας προέλευσης α' συνθετικό, σε περίπτωση που υπάρχει και αντίστοιχο μη λόγιο· δηλώνει πρόσωπο με κατάλληλες γνώσεις και πείρα, ικανό σε επαγγελματικό επίπεδο να επιφορτίζεται με τη φροντίδα, περιποίηση, επιμέλεια κτλ. αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: βρεφο~, ζωο~, ιππο~, φυτο~· ο νοσο~, η νοσοκόμα.
[λόγ. < αρχ. -κόμος (< κομῶ) ως β' συνθ.: αρχ. ἱππο-κόμος, γηρο-κόμος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· -κόμ(ος) -α]



