Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -θήκη [θí
i] : το ουσ. θήκη ως β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά: 1. δηλώνει το ειδικό αντικείμενο μέσα στο οποίο τοποθετούν ή φυλάγουν κτ.: αυγο~, δελτιο~, μαξιλαρο~, σταχτο~, τσιγαρο~. || για τον ειδικό χώρο: πινακο~, ταινιο~. 2. σε παραγωγή με προθήματα: απο~, προ~, δια~, παρακατα~, προσ~, συν~, υπο~. [λόγ. < αρχ. -θήκη < ουσ. θήκη ως β' συνθ.: αρχ. σκευο-θήκη, ελνστ. βιβλιο-θήκη & γαλλ. -thèque < αρχ. -θήκη: γλυπτο-θήκη < γαλλ. glyptothèque]