Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ωμός -ή -ό [omós] Ε1 : 1. (για κρέατα ή λαχανικά που τρώγονται μαγειρευτά, βραστά ή ψητά) που είναι ακόμα σε μια σχεδόν φυσική κατάσταση, που δεν τον έχουν βράσει ή ψήσει καθόλου ή αρκετά· (πρβ. άβραστος, άψητος): Ωμό κρέας / ψάρι. Ωμές πατάτες. Ωμά λαχανικά. ΦΡ (δεν τρώγεται) ούτε* ~ ούτε ψημένος. 2. (μτφ., για πρόσ. ή συμπεριφορά) που τον χαρακτηρίζει μια παντελής έλλειψη συναισθηματικής ή ηθικής καλλιέργειας, ανθρωπιάς, ευαισθησίας, ευγένειας, ηθικής κτλ.: ~ άνθρωπος· (πρβ. αγροίκος, άξεστος, σκληρός, απάνθρωπος, κυνικός). Ωμοί τρόποι· (πρβ. κυνικός). Ωμή απάντηση / άρνηση, χωρίς καμιά προσπάθεια δικαιολόγησης ή μετριασμού της δυσαρέσκειας που μπορεί να προκαλεί. Ωμή αλήθεια. Ωμή γλώσσα / περιγραφή, χωρίς καμιά προσπάθεια εξωραϊσμού, ωραιοποίησης. Ωμή παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, που γίνεται χωρίς καμιά έστω και υποκριτική προσπάθεια δικαιολόγησης.
ωμά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2. [αρχ. ὠμός]



