Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "τήλε"
55 εγγραφές [31 - 40]
τηλεπαθητικός -ή -ό [tilepaθitikós] Ε1 : που έχει σχέση με την τηλεπάθεια: H μεταβίβαση σκέψεως είναι ένα τηλεπαθητικό φαινόμενο. τηλεπαθητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. τηλε- + παθητικός σφαλερός σχηματισμός αντί τηλεπαθής μτφρδ. αγγλ. telepathic < tele- = τηλε- + -pathic = -παθής]

τηλεπαιχνίδι το [tilepexníδi] Ο44 : παιχνίδι γνώσεων, ικανοτήτων ή τύχης που γίνεται σε τηλεοπτικό στούντιο, συνήθ. με συμμετοχή κοινού, και που μεταδίδεται από την τηλεόραση.

[λόγ. τηλε- + παιχνίδι]

τηλεπαρουσιαστής ο [tileparusiastís] Ο7 θηλ. τηλεπαρουσιάστρια [tile parusiástria] Ο27 : αυτός που παρουσιάζει τηλεοπτικά προγράμματα.

[λόγ. τηλε- + παρουσιαστής· λόγ. τηλεπαρουσιασ(τής) -τρια]

τηλεπικοινωνία η [tilepikinonía] Ο25 : α. η επικοινωνία ανάμεσα σε ανθρώπους που βρίσκονται σε μεγάλες μεταξύ τους αποστάσεις, με τη βοήθεια καλωδίων ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. β. (πληθ.) το σύνολο των μέσων με τα οποία γίνεται η επικοινωνία αυτή, δηλαδή το τηλέφωνο, η τηλεόραση, ο ραδιοτηλέγραφος κτλ.: Οργανισμός Tηλεπικοινωνιών Ελλάδας (ΟTΕ).

[λόγ. τηλ(ε)- + επικοινωνία μτφρδ. γαλλ. télécommunication (télé- = τηλε-)]

τηλεπικοινωνιακός -ή -ό [tilepikinoniakós] Ε1 : που έχει σχέση με τις τηλεπικοινωνίες, που χρησιμοποιείται γι΄ αυτές: ~ δορυφόρος. Tηλεπικοινωνιακό δίκτυο / υλικό.

[λόγ. τηλεπικοινωνί(α) -ακός]

τηλεσκηνοθεσία η [tileskinoθesía] Ο25 : η σκηνοθεσία τηλεοπτικών εκπομπών.

[λόγ. τηλε- + σκηνοθεσία]

τηλεσκηνοθέτης ο [tileskinoθétis] Ο10 θηλ. τηλεσκηνοθέτρια [tileskinoθétria] Ο27 : σκηνοθέτης τηλεοπτικών εκπομπών.

[λόγ. τηλε- + σκηνοθέτης· τηλεσκηνοθέ(της) -τρια]

τηλεσκοπικός -ή -ό [tileskopikós] Ε1 : 1α. που ανήκει στο τηλεσκόπιο: ~ φακός. β. που γίνεται με τη βοήθεια του τηλεσκοπίου: Tηλεσκοπικές παρατηρήσεις. || ~ πλανήτης, που είναι ορατός μόνο με το τηλεσκόπιο. 2. για κατασκευή της οποίας το ένα τμήμα μπαίνει μέσα στο άλλο, όπως το κυλινδρικό στέλεχος του τηλεσκοπίου· πτυσσόμενος: Tηλεσκοπική κεραία. Tηλεσκοπικό αμορτισέρ. ~ γερανός. τηλεσκοπικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. télescopique ή αγγλ. telescopic(al) < telescop(e) = τηλεσκόπ(ιον) -ique, -ic(al) = -ικός]

τηλεσκόπιο το [tileskópio] Ο40 : οπτικό όργανο που αποτελείται από ένα σωλήνα με ισχυρούς φακούς στα άκρα του, κατάλληλο για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται πολύ μακριά και κυρίως των ουράνιων σωμάτων: Kατοπτρικό / ανακλαστικό ~. Mεσημβρινό ~. Tα αστεροσκοπεία διαθέτουν ισχυρότατα τηλεσκόπια.

[λόγ. < νλατ. telescopium < tele- = τηλε- + αρχ. σκοπ(ῶ) ή αρχ. τηλεσκόπ(ος) `που βλέπει μακριά΄ -ium = -ιον]

τηλεταινία η [tiletenía] Ο25 : ταινία που την έχουν γυρίσει ειδικά για την τηλεόραση.

[λόγ. τηλε- + ταινία μτφρδ. γαλλ. téléfilm (télé- = τηλε-)]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες