Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "σύνταξη 2"
1 εγγραφή
σύνταξη 2 η : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συντάσσω. AI1. η διατύπω ση επίσημου κυρίως κειμένου και ειδικότερα η συγγραφή ενός συλλογικού έργου ή η επεξεργασία και η σύνθεση δεδομένων στοιχείων: Ο πρόεδρος της επιτροπής ανέλαβε τη ~ του υπομνήματος / του πορίσματος / της επιστολής. H ~ της ιατροδικαστικής έκθεσης / του νομοσχεδίου. H ~ του κύριου άρθρου των εφημερίδων ανατίθεται σε έμπειρους δημοσιογράφους. H ~ της ιστορίας του ελληνικού έθνους / του λεξικού της νέας ελληνικής. || κατάρτιση: ~ καταλόγου, συγκέντρωση στοιχείων και αλφαβητική κατάταξη. ~ σχεδίου ανασυγκρότησης, οργάνωση του έργου της ανασυγκρότησης. 2α. (γραμμ.) η θέση των λέξεων μέσα στο λόγο, σύμ φω να με τους κανόνες του συντακτικού: Λάθη συντάξεως, συντακτικά. Σωστή / κακή ~ μιας πρότασης. || συντακτική ανάλυση μιας πρότασης. β. (πληροφ.) οι κανόνες μιας γλώσσας προγραμματισμού. II1. το σύνολο των δημοσιογράφων που ασχολούνται με την επεξεργασία των πληροφοριών και με το γράψιμο των άρθρων σε μια εφημερίδα, σε ένα περιοδι κό, στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση, ή ο εκπρόσωπός τους: Διευθυντής συντάξεως. H ~ της εφημερίδας. 2. ο χώρος όπου εργάζεται η σύνταξη: Nα δώσετε τα χειρόγραφα στη ~. B. (στρατ.) η συγκέντρωση μιας στρατιωτικής μονάδας σύμφωνα με ορισμένο σχηματισμό.

[λόγ.: AΙ1: ελνστ. σύνταξις `συστηματική πραγματεία΄, αρχ. σημ.: `οργάνωση΄ (-σις > -ση)· AI2α: ελνστ. σημ.· AI2β: σημδ. αγγλ. syntax (< ελνστ. σύνταξις)· AΙΙ: κατά τη σημ. της λ. συντάκτης· Β: αρχ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες