Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "συμπροφ. με το άρθρο"
117 εγγραφές [1 - 10]
αβασταγό το [avastaγó] & βασταγό το [vastaγó] Ο38 : (λογοτ.) κάθε ζώο που το φορτώνουμε (άλογο, γαϊδούρι)· υποζύγιο.

[βα-: ουσιαστικοπ. ουδ. του μσν. επιθ. βασταγός `που αντέχει΄ < θ. βασταγ- του βαστάζω (πρβ. ελνστ. βασταγή `μεταφορά΄) -ός (αναλ. προς τα βόσκω - βοσκός, τρέφω - τροφός)· αβα-: ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το άρθρο στον πληθ. και ανασυλλ. [ta-va > tava > t-ava] ]

αλμπάνης ο [albánis] Ο11 θηλ. αλμπάνισσα [albánisa] Ο27α : 1.(παρωχ.) πεταλωτής. 2. (μτφ., οικ.) άπειρος και αδέξιος: Aυτός ο κουρέας / ο γιατρός είναι ~.

[τουρκ. nalbant (από τα περσ.) -ης με αποβ. του αρχικού [n] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-nal > tonal > to-nal] και με ανομ. αποβ. [mb-nd > mb-n] · αλμπάν(ης) -ισσα]

αμάχη η [amáxi] Ο30α : (λαϊκότρ., λογοτ.) 1α. έχθρα, μίσος: Tου έχει / βαστάει / κρατάει ~. β. καβγάς, φιλονικία: Γυρεύει ~. Γίνεται ~. Όσο κρατάει η ~. 2. (σπάν.) μάχη ή πόλεμος.

[μσν. αμάχη < αρχ. μάχη με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [mia-ma > miama > mi-ama] ]

αντίδι το [andíδi] Ο44 : ποώδες φυτό που καλλιεργείται και τρώγεται ως λαχανικό: Φύλλο / ρίζα από ~. Πίτα με αντίδια. Aντίδια βραστά / σαλάτα. αντιδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. αντίδι(ν) < αντίδιον < εντ(ίβιον) κατά το επίθημα -ίδιον και τροπή του αρχικού [e > a] από συμπροφ. με το άρθρο στον πληθ. και ανασυλλ. [ta-end > tand > t-and] < υποκορ. του ελνστ. ἔντυβος, ἴντυβος < λατ. intubus]

απίστομα [apístoma] & πίστομα [pístoma] επίρρ. : (λαϊκότρ.) μπρούμυτα, συνήθ. τ΄ ~: Έπεσε τ΄ ~.

[πι-: μσν. επίστομα με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· απι-: ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το άρθρο τα και ανασυλλ. [ta-pi > tapi > t-api] ]

γαλάζιος -α -ο [γalázjos] Ε4 : 1. που έχει το χρώμα του ανέφελου ουρανού· (πρβ. γαλανός): ~ ουρανός. Γαλάζια θάλασσα. Γαλάζιο φως / χρώμα. Γαλάζιο φόρεμα. 2. (ως ουσ.) α. το γαλάζιο, το γαλάζιο χρώμα. β. τα γαλάζια, για ρούχα με γαλάζιο χρώμα: Tα γαλάζια δε σου πάνε καθόλου. Ήρθε ντυμένη στα γαλάζια. γ. (ιστ.) οι Γαλάζιοι, αρματηλάτες του βυζαντινού ιπποδρόμου, οι οπαδοί τους και η αντίστοιχη πολιτική φατρία· οι Bένετοι.

[ελνστ. κάλαϊς (πολύτιμος λίθος, `τουρκουάζ΄, πρβ. ελνστ. καλάϊνος `γαλαζοπράσινος΄) > ρ. *καλαΐζω, μεε. *καλαΐζων > μσν. γαλαΐζων ( [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ.: [ton-k > toŋg > γ] ) > *γαλαΐζος (εξομάλ. -ων > -ος, πρβ. γέρων > γέρος) > *γαλάιζος (τροπή του [i] σε ημίφ. για αποφυγή της χασμ.) > μσν. γαλάζιος (μετάθ. του ημιφ.: [aιzo > azιo] ) (πρβ. γαλανός)]

γαλιάντρα η [γalándra] Ο25α : 1. ωδικό πουλί με επίμονο και συνεχές κελάηδημα. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός γυναίκας εξαιρετικά φλύαρης.

[αντδ. < μσν. *καλιάντρα ( [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ.: [tin-k > tiŋg > γ] ) < λατ. *calandra, *caliandra (πρβ. caliandrum `γυναικεία περούκα΄, λ. στηριγμένη στο όν. του πουλιού) < ελνστ. κάλανδρος, *καλάνδρα (πρβ. ιταλ. calandra και σημερ. διαλεκτ. καλάντρα)]

γαρδούμπα η [γarδúmba] Ο25α : είδος φαγητού από πλεγμένα αρνίσια ή κατσικίσια έντερα, ψημένα συνήθ. στο φούρνο.

[μσν. γαρδούμιον (τροπή [m > b] ; θηλ. ίσως κατά το συκωταριά) < ιταλ. (διαλεκτ.) caldume με τροπή [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > γ], και τροπή [l > r] πριν από σύμφ. (σύγκρ. αδελφός > αδερφός)]

γαρίδα η [γaríδa] Ο26 : μικρό θαλάσσιο οστρακόδερμο, πολύ νόστιμο και ακριβό έδεσμα: Φάγαμε γαρίδες. ΦΡ (έγινε) ~ το μάτι (του), ορθάνοιχτο: α. για κπ. που λαχταράει κτ. πάρα πολύ. β. για κπ. που δεν μπορεί ή που δε θέλει να κοιμηθεί. γ. για κπ. περίεργο που προσπαθεί να δει ή να ακούσει κτ. γαριδούλα η YΠΟKΟΡ. γαριδίτσα η YΠΟKΟΡ. γαριδάκι* το YΠΟKΟΡ.

[μσν. γαρίδα < καρίδα (τροπή [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > γ] ) < αρχ. καρίς, αιτ. -ίδα· γαρίδ(α) -ούλα, -ίτσα]

γάτα η [γáta] Ο25α αρσ. γάτος 1 [γátos] Ο18 : 1. κοινή ονομασία και για τα δύο γένη μικρόσωμου σαρκοφάγου τετράποδου της οικογένειας των αιλουροειδών, που είναι συνήθ. εξημερωμένο: ~ Aγκύρας / Σιάμ. Σιαμέζικη ~. Όλη τη νύχτα οι γάτες νιαούριζαν στα κεραμίδια. Οι γάτες είναι εφτάψυχες. Xαδιάρα / ζηλιάρα σαν ~. Bλέπει στο σκοτάδι σαν ~. Ο παπουτσωμένος γάτος, γνωστό παραμύθι του Περό και ως ΦΡ για κπ. που φορά πολύ άκομψα και χοντρά παπούτσια. (έκφρ.) όσο πατάει* η ~. ΦΡ ούτε ~ ούτε ζημιά, για απόκρυψη ζημιάς ή παραπτώματος ή για ζημιά ή παράπτωμα που μένει χωρίς συνέπειες. σαν βρεγμένη* ~. το ξέρει κι η ~ (μου), το ξέρει όλος ο κόσμος, είναι πασίγνωστο. ούτε θηλυκιά* ~. θα βάλω τη ~ μου να κλαίει, για δήλωση πλήρους αδιαφορίας. έσκισε τη ~, για κπ. που επιβλήθηκε, που πήρε τον αέρα των άλλων με δυναμικό τρόπο. σαν το σκύλο με τη ~ ή σαν τη ~ με το ποντίκι, για συνεχείς προστριβές μεταξύ δύο προσώπων. είναι εφτάψυχος σαν ~, έχει ανθεκτικό οργανισμό. τα κουκουλώνει / τα σκεπάζει σαν τη ~, εξαφανίζει ενδείξεις ή πειστήρια ενοχής. ΠAΡ Όταν λείπει η ~, χορεύουν τα ποντίκια, σε περίπτωση που χαλαρώνει η πειθαρχία από την απουσία των ανωτέρων. 2. (μτφ.) άνθρωπος πολύ έξυπνος: Σε τέτοια θέματα ο αδερφός σου είναι ~. γατούλα η YΠΟKΟΡ και για χαδιάρα γυναίκα. γατίτσα η YΠΟKΟΡ. γάταρος ο MΕΓΕΘ.

[μσν. γάτα, γάτος < ελνστ. κάττα, κάττος (τροπή [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > γ] ) < υστλατ. catta, catt(us) (αιγυπτ. προέλ.) -ος· γάτ(α) -ούλα· γάτ(α) -ίτσα· γάτ(ος) -αρος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...12   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες