Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "στίλβων -ουσα -ον"
1 εγγραφή
στίλβων -ουσα -ον [stílvon] Ε12 : (λόγ.) που γυαλίζει, που λάμπει: H στίλβουσα επιφάνεια του μαρμάρου / του χρυσού.

[λόγ. < αρχ. στίλβων μεε. του στίλβω `λάμπω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες