Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "στίγμα 1"
1 εγγραφή
στίγμα 1 το [stíγma] Ο48 : 1α. μικροσκοπικό, σκουρόχρωμο και κυκλικό συνήθ. σημάδι στην επιφάνεια ενός σώματος, που είναι φυσικό χαρακτηριστικό ή αποτέλεσμα αλλοίωσης: Οι πεταλούδες έχουν πολύχρωμα στίγματα στα φτερά τους, βούλες, κηλίδες. Στο γερασμένο δέρμα σχηματίζονται στίγματα, κηλίδες. Tο ύφασμα γέμισε στίγματα από την πολυκαιρία, κηλίδες, λεκέδες. Οι παρασιτικές ασθένειες δημιουργούν στίγματα στα φύλλα των φυτών. || καθένα από τα ανεξίτηλα σημάδια που γίνονται με οξύ όργανο: Tα στίγματα του τατουάζ. β. για κτ. που φαίνεται σαν ένα ελάχιστο, σχεδόν αδιόρατο σημείο· κουκκίδα: Όσο απομακρύνο μαι τα σπίτια γίνονται στίγματα / φαίνονται σαν στίγματα στο βάθος του ορίζοντα. || Bλέπω μαύρα στίγματα μπροστά στα μάτια μου. 2α. (βοτ.) το επάνω άκρο του στύλου. β. (ιατρ.) στοιχείο που ανιχνεύεται στον οργανισμό και που δηλώνει την ύπαρξη μιας λανθάνουσας κληρονομικής νόσου: Έχει το ~ της μεσογειακής αναιμίας. 3. (ναυτ.) το σημείο τομής δύο γεωγραφικών συντεταγμένων, που προσδιορίζει στο χάρτη την ακρι βή θέση όπου βρίσκεται κτ., συνήθ. ένα πλοίο ή ένα αεροσκάφος, σε μια δεδομένη στιγμή: Ο πλοίαρχος έδωσε το ~ του πλοίου / το ~ του. Οι λιμενικές αρχές έχασαν το ~ του πλοίου. (έκφρ.) δίνω το ~ μου, πληροφο ρώ, ειδοποιώ κπ. πού βρίσκομαι: Όταν ταξιδεύει, μου δίνει πάντα το ~ του, και ως ΦΡ προσδιορίζω με ακρίβεια το χώρο (ιδεολογικό, πολιτικό κτλ.) όπου ανήκω. 4. (μτφ.) έντονα μειωτικός χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε κπ. και από τον οποίο είναι πολύ δύσκολο να απαλλαγεί· ηθικό στίγμα: Έχει το ~ του απατεώνα. Προσπαθεί να αποβάλει το ~ του προδότη. H ομοφυλοφιλία θεωρείται από ορισμένους κοινωνικό ~.

[λόγ. < αρχ. στίγμα `τατουάζ, σημάδι΄ & σημδ. αγγλ. stigma < λατ. stigma < αρχ. στίγμα (από την παλιότερη συνήθεια να σημαδεύεται ο εγκληματίας με πυρακτωμένη σφραγίδα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες