Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "σουρεαλιστικός -ή -ό"
1 εγγραφή
σουρεαλιστικός -ή -ό [surealistikós] Ε1 : 1. που είναι σύμφωνος με τις κατευθύνσεις και τη διδασκαλία του σουρεαλισμού ή των σουρεαλιστών· υπερρεαλιστικός: Σουρεαλιστική ποίηση / τέχνη. Σουρεαλιστικό ποίημα / κείμενο. Σουρεαλιστική ζωγραφική σύνθεση. 2. (προφ., συνήθ. μειωτ.) για ό,τι είναι παράδοξο, παράλογο ή ακατανόητο.

[λόγ. σουρεαλιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες