Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "σκωπτικός -ή -ό"
1 εγγραφή
σκωπτικός -ή -ό [skoptikós] Ε1 : που πειράζει με αστεϊσμούς, που κοροϊδεύει: Aντιμετώπισε τις κατηγορίες με σκωπτική διάθεση. σκωπτικά & σκωπτικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. σκωπτικός· λόγ. < ελνστ. σκωπτικῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες