Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "σκάλα 2"
1 εγγραφή
σκάλα 2 η : ενδιάμεσος σταθμός πλοίου, ανάμεσα στο λιμάνι από το οποίο αναχωρεί και το λιμάνι προορισμού: Tο πλοίο πιάνει πολλές σκάλες στην άγονη γραμμή. || ιχθυόσκαλα.

[μσν. σκάλα < λατ. scala]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες