Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ρέων -ουσα -ον"
1 εγγραφή
ρέων -ουσα -ον [réon] Ε12 : (ιδ. για λόγο, συνήθ. γραπτό) που έχει ρυθμό φυσικό, απαλό και ευχάριστο, και καθαρότητα νοηματική: Kείμενο γραμμένο σε ρέοντα λόγο. Ρέον ύφος.

[λόγ. < αρχ. ῥέων μεε. του ῥέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες