Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρέων -ουσα -ον [réon] Ε12 : (ιδ. για λόγο, συνήθ. γραπτό) που έχει ρυθμό φυσικό, απαλό και ευχάριστο, και καθαρότητα νοηματική: Kείμενο γραμμένο σε ρέοντα λόγο. Ρέον ύφος.
[λόγ. < αρχ. ῥέων μεε. του ῥέω]



