Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "πρότερος -η -ο"
1 item total
πρότερος -η -ο [próteros] Ε5 θηλ. και προτέρα : (λόγ.) προγενέστερος, προηγούμενος, κυρίως στην έκφραση εκ των προτέρων, από πριν, πριν συμβεί ή πριν πραγματοποιηθεί κτ. ANT εκ των υστέρων: Θεωρώ εκ των προτέρων καταδικασμένη κάθε προσπάθεια. Δεν ξέρω εκ των προτέρων πώς θα αντιδράσει. Σε ευχαριστώ εκ των προτέρων, για κάποια εξυπηρέτηση που ζητώ από κπ. || (φιλοσ.) απριόρι. || (νομ.): ~ έντιμος βίος, ως τη διάπραξη του αδικήματος: Kαταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου.

[λόγ. < αρχ. πρότερος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go