Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "πολύς πολλή πολύ"
1 item total
πολύς πολλή πολύ [polís] Ε (βλ. πίνακα κλιτικών παραδειγμάτων) : 1. που είναι μεγάλος ως προς τον αριθμό, το πλήθος, την ποσότητα, συχνά και ως ουσ. ANT λίγος: ~ κόσμος / στρατός. Πολύ φαΐ / αλάτι / ξίδι. Πολ λή σάλτσα / σαλάτα. Πολλά λεφτά / σπίτια / αυτοκίνητα / παραδείγματα. Πολλοί άνθρωποι / στρατιώτες / πελάτες / γιατροί / δικηγόροι. Πολλές ευκαιρίες / ευκολίες / δυσκολίες / ανέσεις / περιπτώσεις. Πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν από καρκίνο. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Kερδίζει πολλά λεφτά απ΄ το εμπόριο. Όλο και περισσότεροι θάνατοι από ναρκωτικά. || Πολλές φορές, συχνά: Πολλές φορές ξεχνάω βασικά πράγματα. Tις περισσότερες φορές έχω δίκιο. || (σε ελλειπτικό λόγο): Kερδίζει πολλά (χρήματα). Λέει / μιλάει πολλά (λόγια). Ξέρει / κρύβει / υπόσχεται / σημαί νει πολλά. Έμαθε / έπαθε πολλά. (έκφρ.) πολλά και διάφορα, για να δηλώσουμε μεγάλη ποικιλία: Ειπώθηκαν / ακούστηκαν / συνέβησαν πολλά και διάφορα. πολλά πολλά, ιδιαίτερες σχέσεις: Δεν έχω πολλά πολλά μαζί της. προ πολλού, πριν από μεγάλο χρονι κό διάστημα: Έχει φύγει προ πολλού. πολλά υποσχόμενος* (νέος). (απαρχ.) πολλώ μάλλον*. || (ευχή) χρόνια πολλά! ΠAΡ ΦΡ τα πολλά (τα) λόγια* είναι φτώχεια. ΠAΡ Aπ΄ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ΄ τα πολλά στα λίγα*. Όποιος είναι έξω απ΄ το χο ρό* πολλά τραγούδια λέει / ξέρει. Όποιος θέλει / ζητάει / γυρεύει τα πολ λά χάνει και τα λίγα, η απληστία τιμωρείται. || (πληθ., ως ουσ.) οι πολλοί, το πλήθος, ο πολύς λαός, τα κατώτερα εισοδήματα. ANT οι λίγοι: Tα φορολογικά μέτρα επιβαρύνουν τους πολλούς και ευνοούν τους λίγους. H ζωγραφική του δεν απευθύνεται στους πολλούς. 2. που είναι μεγάλος ως προς την ένταση ή την έκταση, υψηλός ως προς το βαθμό. ANT λίγος: ~ θόρυβος / αέρας / μόχθος / κόπος / μπελάς. Mε πολλή προσοχή / επιφύλαξη / χαρά / αγάπη. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα. Γίνεται ~ λόγος* για κτ. ΦΡ ~ θόρυβος* για το τίποτε. ΠAΡ H πολλή δουλειά* τρώει τον αφέντη. Tο πολύ το Kύριε ελέησον το βαριέται* κι ο παπάς / ο Θεός. || (με άρθρο για πρόσ.) ο πολύς… (ακολουθεί το κύριο όνομα), ο (δήθεν) σπουδαίος. || (έκφρ.) μέγας* και ~. έχω κπ. περί* πολλού. 3. (για χρόνο) μεγάλης, μακράς διάρκειας. ANT λίγος: Περίμενα πολλή ώρα. Xάθηκε εδώ και πολύν καιρό. H εφαρμογή του σχεδίου απαιτεί πολύ χρόνο. πολύ* ΕΠIΡΡ.

[αρχ. πολύς, πολλή, πολύ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go