Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεζός 1 -ή -ό [pezós] Ε1 : που βαδίζει, που προχωρεί με τα πόδια, πεζή: Διέσχισαν το δάσος πεζοί. Για να φτάσεις ~ στην άλλη άκρη θέλεις δυο ώρες. Θα κάνουν, λέει, το γύρο του κόσμου πεζοί. || (ως ουσ.) ο πεζός: Διάβαση για πεζούς. Διάβαση πεζών. Πεζοί και ιππείς, για στρατιώτες. Πεζοί και καβαλαραίοι.
[αρχ. πεζός]



