Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "πατερικός -ή -ό"
1 εγγραφή
πατερικός -ή -ό [paterikós] Ε1 : που έχει σχέση με τους πατέρες της εκκλησίας, που προέρχεται από αυτούς ή που ανήκει σε αυτούς: Πατερική διδασκαλία. Πατερικά κείμενα. Πατερικές μελέτες / σπουδές, της πατερικής διδασκαλίας.

[λόγ. < μσν. πατερικός < πατερ- (πατήρ) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες