Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "πας πάσα παν"
1 εγγραφή
πας πάσα παν [pás] αντων. αόρ. : (λόγ.) καθένας, κάθε· (πρβ. παν, πάντες): ~ μη Έλλην βάρβαρος. Πάσα προσφορά δεκτή. (έκφρ.) επί παντός επιστητού*. πάση θυσία*. κατά πάσα πιθανότητα*. εν πάση περιπτώσει*. παρά πάσαν προσδοκίαν*. διά παν ενδεχόμενον*. υπεράνω* / ανώτερος* πάσης υποψίας. άπαξ* διά παντός. τοις πάσι, σε όλους: Είναι γνωστό τοις πάσι ότι νυχτοπερπατάει. ΦΡ χάνω πάσα ιδέα*.

[λόγ. < αρχ. πᾶς, πᾶσα, πᾶν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες