Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παθογόνος -ος / -α -ο [paθoγónos] Ε14 : (ιατρ.) που είναι ικανός να προκαλέσει νόσο, πάθηση: ~ δράση των μικροβίων.
[λόγ. < γαλλ. pathogène < patho- < αρχ. πάθο(ς) + -gène = -γόνος]



