Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ουρανικός 1 -ή -ό"
1 εγγραφή
ουρανικός 1 -ή -ό [uranikós] Ε1 : 1. (γραμμ.) Ουρανικά σύμφωνα, που αρθρώνονται στον ουρανίσκο. || (ως ουσ.) τα ουρανικά, τα ουρανικά σύμφωνα. 2. (σπάν., λογοτ.) ουράνιος.

[λόγ.: 2: ουραν(ός) -ικός· 1: σημδ. γαλλ. palatal]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες