Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ομόηχος -η -ο"
1 εγγραφή
ομόηχος -η -ο [omóixos] Ε5 : (γραμμ.) ιδίως στον όρο ομόηχες λέξεις, που έχουν ίδια προφορά αλλά διαφορετική σημασία· ομώνυμος· (πρβ. ομόγραφος): Οι λέξεις “ψηλός” και “ψιλός” είναι ομόηχες. || (ως ουσ.) τα ομόηχα, οι ομόηχες λέξεις.

[λόγ. < ελνστ. ὁμόηχος `που ηχεί από κοινού΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες