Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νομο- 2 & νομ- [nom], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό ανήκει ή αναφέρε ται στην έννοια της λέξης νομός: νομάρχης, νομίατρος, ~μηχανικός.
[λόγ. < αρχ. νομ(ο)- θ. του ουσ. νομό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. νομ-άρχης (δες λ.)]



