Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νομο- 1 [nomo] & νομό- [nomó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό έχει σχέση με τους νόμους της πολιτείας, αναφέρεται σ΄ αυτούς: ~θέτης· ~λογία, ~σχέδιο· ~ταγής, νομότυπος· ~θετώ, θεσπίζω νόμους.
[λόγ. < αρχ. νομο- θ. του ουσ. νόμο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. νομο-θέτης, νο μο-θετῶ & νλατ. nomo- < αρχ. νόμος: νομο-λογία < νλατ. nomologia]



