Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "μονοθεϊστικός -ή -ό"
1 item total
μονοθεϊστικός -ή -ό [monoθeistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο μονοθεϊσμό ή στο μονοθεϊστή. ANT πολυθεϊστικός: Mονοθεϊστικές θρησκείες.

[λόγ. < γαλλ. monothéistique < monothéist(e) = μονοθεϊστ(ής) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go