Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "μνημειακός -ή -ό"
1 εγγραφή
μνημειακός -ή -ό [mnimiakós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται ως μνημείο, ιδίως λόγω διαστάσεων ή μεγαλοπρέπειας: Mνημειακή πύλη / αίθουσα / σκάλα. Mνημειακή ζωγραφική παράσταση. Mνημειακές διαστάσεις, πο λύ μεγάλες. Mνημειακή τέχνη, που έχει δημιουργήσει μνημειακά έργα.

[λόγ. μνημεί(ον) -ακός μτφρδ. γαλλ. monumental]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες