Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "μετακ."
163 εγγραφές [1 - 10]
-ία 1 [ía] : επίθημα με λόγια προέλευση για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· (βλ. -σία): 1. παράγωγων από ρήματα συχνά σύνθετα· δηλώνει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας που εκφράζει το ρήμα της πρωτότυπης λέξης· (πρβ. -ιά 3, -ιά 5): (επιθυμώ) επιθυμία, (μακρηγορώ) μακρηγορία, (συνομιλώ) συνομιλία, (χειροδικώ) χειροδικία. || παράγωγων από ουσιαστικά: (πρόεδρος) προεδρία, (τοκογλύφος) τοκογλυφία. || (ποτοποιός) ποτοποιία. 2. παράγωγων από επίθετα συνήθ. σύνθετα· δηλώνει κατάσταση, γνώρισμα ή συμπεριφορά σχετική με την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ιά 4): (άγλωσσος) αγλωσσία, (πατριδοκάπηλος) πατριδοκαπηλία, (ψύχραιμος) ψυχραιμία. 3. (επιστ.) σε επιστημονικούς όρους ή για να δηλώσει πάθηση ή γενικά κατάσταση που αποκλίνει από το φυσιολογικό: ακρομεγαλία, ασπερμία, ισχαιμία, σπληνομεγαλία, υδροκεφαλία.

[λόγ. < αρχ., συχνό επίθημα -ία, δηλωτικό ποιότητας ή κατάστασης, σπανιότ. πράξης που παρήγε αφηρ. θηλ. ουσ. από άλλα ουσ., από επίθ., ή και σε συσχετισμό με ρ.: αρχ. ἄγγελ(ος) > ἀγγελ-ία, ἄξ(ιος) > ἀξ-ία, σωτήρ - σῴζω > σωτηρ-ία· φρ. δήμου κράτος - δημοκρατ-ία· επίσης δηλωτικό χώρας (δες -ία 2), καθώς και πάθησης: πλεύμων / πνεύμων > πλευμον-ία / πνευμον-ία, ναύτ(ης) > ναυτ-ία, (δες και -ιά 2), καθώς και σε ουσ.: αρχ. ἑταῖρ(ος) `σύντροφος΄ > ἑταιρ-ία `συντροφική κατάσταση, σύλλογος΄ (δες και -εια) & διεθ. -ia, αγγλ. -y, γαλλ. -ie < λατ. -ia < αρχ. -ία, συνήθ. για δήλωση παθολογικής κατάστασης, αλλά και γενικότερα για (αφηρ.) επιστημονικούς όρους, και με μετακ. τόνου για να μοιάζει με το αρχ. -ία: ακεφαλ-ία < νλατ. acephalia, αναφυλαξ-ία < γαλλ. anaphylaxie, λαρυγγοσκοπ-ία < διεθ. laryngo- + -scopy· αναλ. και για απόδ. άλλων αφηρ. ή περιλ. ουσ. που το επίθημά τους έχει διαφ. προέλ. ή έχουν τυχαία τέτοια “κατάλ.”: γαλλ. bourgeoisie > μπουρζουαζία, ιταλ. > αγγλ. mafia ( [má-] ) > μαφία (αλλ. στη θέση του τόνου για προσαρμογή στο ίδιο σχ.) (δες και -ιά 2)]

-ιανός -ιανή -ιανό [ianós] (η προφορά του [ia] εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) & [ianós] στη σημ. 2β : επίθημα επιθέτων· (βλ. -ανός -ανή -ανό): 1. παράγωγων από ουσιαστικά ή επιρρήματα· χαρακτηρίζει το προσδιοριζόμενο από χρονική ή τοπική άποψη· (πρβ. -ιάτικος, -ινός 1): (άκρη) ακριανός, (παρακάτω) παρακατιανός, (μεσημέρι) μεσημεριανός, (σαρακοστή) σαρακοστιανός· (παλάτι) παλατιανός. 2. παράγωγων από κύρια ονόματα· δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο ανήκει στον τόπο που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή προέρχεται από αυτόν: (Πάρος) παριανός, (Σκύρος) σκυριανός, (Σύρα) συριανός. β. (συνήθ. αποτελούν απόδοση επιθέτων ξένης προέλευσης) το προσδιοριζόμενο είναι δημιούργημα του συγκεκριμένου προσώπου που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (Έγελος) εγελιανός, (Kαντ) καντιανός· προκολομβιανός.

[1, 2α: λατ. μετουσ. επίθημα επιθέτων -iānus (επέκτ. του επιθήματος -ānus), που δήλωνε ακόλουθο κάποιου πολιτικού ηγέτη, μέλος κρατικού οργανισμού, οπαδό αίρεσης ή θρησκείας, συνήθ. στον πληθ. > ελνστ. -ιανός (μετακ. τόνου κατά το επίθημα -ανός), με τις ίδιες σημασίες και επιπλέον για δήλωση πως κάποιος γεννήθηκε ή ανήκει κάπου: ελνστ. πραιτωρ-ιανοί < λατ. praetoriāni, Xριστ-ιανοί < λατ. Christiāni, καθώς και με επίδραση των λίγων αρχ. γεωγραφικών μετουσ. επιθ. σε -ανός σε θέματα λέξεων που έληγαν σε -ι: αρχ. Ἀσι-ανός (< Ἀσί-α), Φασι-ανός (< Φᾶσι-ς), ελνστ. Kαυκασι-ανός (< Kαυκασί-α)· 2β: λόγ. < γαλλ. -ien, ιταλ. -iano, νλατ., μσνλατ. -ianus ( [-iánus] ) με βάση κύρ. ον. και τοπων.: Kαντ-ιανός (Kαντ) < νλατ. Cantianus ή γερμ. Kantianer]

-ινός 3 -ινή -ινό : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο προέρχεται από το ζώο που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ινος, -ίσιος): (αγελάδα) αγελαδινός. β. (μτφ.) το προσδιοριζόμενο ταιριάζει σ΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, είναι κατάλληλο γι΄ αυτό: (άνθρωπος) ανθρωπινός.

[αρχ. -ινος (δες -ινος -ινη -ινο), ιδ. στη σημ. της προέλ. και του ταιριαστού, με μετακ. του τόνου αναλ. προς άλλα επίθ. σε -ινός: αρχ. ἀνθρώ π-ινος > ανθρωπ-ινός & προς μερικά επίθ. σε -εινός (δες -ινός 2)]

-φαγος -η -ο [faγos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο τρώει με τον τρόπο ή την ποσότητα που εκφράζει το α' συνθετικό: καλό~, κακό~, λιγό~.

[< -φάγος με μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.]

αγάλλιασμα το [aγálazma] Ο49 : (λογοτ.) αγαλλίαση.

[μσν. αγαλλίασμα < αγαλλιασ- (αγαλλιάζω) -μα με μετακ. τόνου ίσως κατά τον αόρ. αγάλλιασα]

αγγειόσπασμος ο [angióspazmos] Ο20 & αγγειοσπασμός ο [angiospa zmós] Ο17 : (ιατρ.) νευρική σύσπαση των αρτηριακών αγγείων: Ο καφές προκαλεί αγγειόσπασμο με αποτέλεσμα την αύξηση της αρτηριακής πίεσης.

[λόγ. αγγειο- 2 + σπασμός και μετακ. του τόνου για ένδειξη σύνθ., μτφρδ. διεθ. vasospasm (spasm < αρχ. σπασμός)]

αγριόβρομη η [aγrióvromi] Ο32 & αγριοβρόμη η [aγriovrómi] Ο30α : ονομασία διάφορων αυτοφυών φυτών, ιδίως ζιζανίων.

[αγριο- + βρόμη και μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]

αγριόγατα η [aγrióγata] Ο27α : 1.κοινή ονομασία που περιλαμβάνει διάφορα μικρόσωμα αιλουροειδή ζώα που μοιάζουν με την κατοικίδια γάτα: Ευρωπαϊκή / αφρικανική / ασιατική ~. 2. κατοικίδια γάτα που απομακρύνθηκε από τον άνθρωπο και ζει σε άγρια κατάσταση. 3. (μτφ.) για ατίθασο ή ακοινώνητο άτομο.

[μσν. αγριόκατα με τροπή [k > γ] κατά το κάτα > γάτα < ελνστ. ἀγριοκάττα με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]

αγριόγιδα η [aγriójiδa] Ο27α & αγριόγιδο το [aγriójiδo] Ο41 : 1.ο αίγαγρος. 2. ατίθαση κατοικίδια κατσίκα.

[μσν. αγριογίδα < αγριο- + γίδα με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.· αγριο- + γίδ(ι) -ο]

αερόπλανο το [aeróplano] Ο41 : (προφ.) το αεροπλάνο.

[αεροπλάνο με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...17   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες