Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρεο- 1 [kreo] & κρεό- [kreó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & (σπάν.) κρε- 1 [kre], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες, συνήθ. λόγιες, επίσημες ή επιστημονικές λέξεις, με αναφορά στο κρέας των ζώων που προορίζεται να καταναλωθεί από τον άνθρωπο· (πρβ. κρεατο-): ~πώλης, ~πωλείο, ~φάγος, κρεάγρα. || (επιστ.) κρεόφιλος.
[λόγ. < αρχ. κρε(ο)- θ. του ουσ. κρέ(ας) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. κρεο-βόρος `σαρκοφάγος΄, ελνστ. κρεο-πώλης]