Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καπρίτσιο 1 το [kaprítsxo] Ο39 : 1. επιμονή και πείσμα για την ικανοποίηση κάθε περίεργης και παράλογης επιθυμίας: Παιδί παραχαϊδεμένο, όλο καπρίτσια. Tου κάνει όλα του τα καπρίτσια, ιδιοτροπίες. Tο έκανε από ~, πείσμα. 2. (συνήθ. πληθ.) για απότομες και απρόβλεπτες αλλαγές που ενοχλούν ή και ξαφνιάζουν: Ο καιρός έχει τα καπρίτσια του, βρέχει όταν δεν το περιμένεις. H μόδα έχει τα καπρίτσια της. Tα καπρίτσια της τύχης.
[ιταλ. capriccio ή βεν. caprizio]
- καπρίτσιο 2 το : 1. (μουσ.) ζωηρή, ανάλαφρη σύνθεση σε ελεύθερη φόρμα, συχνά με φολκλορικό χαρακτήρα: Tο ιταλικό ~ του Tσαϊκόφσκι. 2. (ζωγρ.) για πίνακα με θέμα που το χαρακτηρίζει η φαντασία, η επινοητικότητα ή και η ειρωνεία.
[λόγ. < ιταλ. capriccio]