Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "καπουτσίνος 1"
1 εγγραφή
καπουτσίνος 1 ο [kaputsínos] Ο18 : καθολικός μοναχός που ανήκει στο ομώνυμο τάγμα.

[ιταλ. cappuccino ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες