Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "καθεδρικός -ή -ό"
1 εγγραφή
καθεδρικός -ή -ό [kaθeδrikós] Ε1 : μόνο στον όρο ~ ναός, μητροπολιτικός ναός που βρίσκεται στην έδρα επισκοπής ή αρχιεπισκοπής.

[λόγ. καθέδρ(α) -ικός απόδ. γαλλ. église cathédrale (< ελνστ. καθέδρα στη σημ.: `αυτοκρατορικός θρόνος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες