Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "κέντημα 2"
1 εγγραφή
κέντημα 2 το : (παρωχ.) το τσίμπημα: ~ με τη βουκέντρα.

[ελνστ. κέντημα `τσίμπημα΄, αρχ. σημ.: `πληγή΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες