Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "ιουδαϊκός -ή -ό"
1 item total
ιουδαϊκός -ή -ό [iuδaikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος των Iουδαίων, στους Εβραίους της αρχαίας Παλαιστίνης· (πρβ. εβραϊκός): Ο ~ νόμος, μωσαϊκός νόμος. Tο ιουδαϊκό ημερολόγιο. ~ σταυρός, εξάλφα. Iουδαϊκή θρησκεία / φιλολογία / ιστορία, εβραϊκή. Iουδαϊκό έθνος, ισραηλητικό.

[λόγ. < ελνστ. ἰουδαϊκός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go