Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιδιώνυμος -η -ο [iδiónimos] Ε5 : 1. που τον χαρακτηρίζουν με ιδιαίτερο όνομα, για να τον διαχωρίσουν από τα όμοιά του. 2. (νομ.) ιδιώνυμο αδίκημα, που δεν εντάσσεται στις γενικότερες κατηγορίες αδικημάτων και γι΄ αυτό τιμωρείται με ιδιαίτερες ποινές: Kάθε βιαιοπραγία κατά αστυνομικού οργάνου χαρακτηρίζεται ως ιδιώνυμο αδίκημα. || (ως ουσ.) το ιδιώνυμο, νόμος του 1929 που χαρακτήριζε ως ιδιώνυμο αδίκημα κάθε ενέργεια που απέβλεπε στην ανατροπή του ισχύοντος αστικού πολιτικού καθεστώτος.
[λόγ. < ελνστ. ἰδιώνυμος `κατάλληλος΄, η νέα σημ. από παρερμηνεία της ελνστ. φρ. ἰδιώνυμος προσηγορία `κατάλληλη ονομασία΄]