Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εφορεία 1 η [eforía] Ο25 : υπηρεσία ή διοικητική αρχή που εποπτεύει κπ. τομέα δραστηριότητας: ~ κλασικών / βυζαντινών / εναλίων αρχαιοτήτων. ~ νεότερων μνημείων. ~ προσκόπων.
[λόγ. < αρχ. ἐφορεία, ἐφορία `εξουσία εφόρου
22΄]