Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ευφορία 2"
1 εγγραφή
ευφορία 2 η : συναίσθημα μεγάλης ψυχικής ευεξίας, ψυχική ευφορία· (πρβ. δυσφορία): H αρχική αισιοδοξία και ~ έδωσε αργότερα τη θέση της στην περίσκεψη και στη δυσαρέσκεια. Όταν πίνει κρασί νιώθει ~. || (ψυχιατρ.) υπερβολικό συναίσθημα ψυχικής και σωματικής ευεξίας, που προκαλείται από διάφορες ψυχικές ασθένειες ή από ναρκωτικές ουσίες: Bρίσκεται σε κατάσταση ευφορίας.

[λόγ. < ελνστ. εὐφορία `αίσθηση ανακούφισης σε αρρώστια΄ σημδ. γαλλ. euphorie < ελνστ. εὐφορία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες