Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ευρω- [evro] : α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά που έχουν ως β' συνθετικό κάποια λέξη, ελληνικής ή και ξένης προέλευσης· (πρβ. γιουρο-): α. με αναφορά στην Ευρώπη, στον ευρωπαϊκό χώρο: ~μπάσκετ. || στη δυτική Ευρώπη: ~κομμουνισμός, ~σοσιαλισμός. β. συχνότερα με αναφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση: ~βουλευτής, ~κοινοβούλιο.
[λόγ. < διεθ. euro- < αρχ. Εὐρώ(πη) ως α' συνθ.: ευρω-κράτης < γαλλ. eurocrate (κατά το techno-crate = τεχνο-κράτης), ευρω-δολάριο < αγγλ. eurodollar]



