Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευκολο- [efkolo] & ευκολό- [efkoló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα που έχουν ως β' συνθετικό συνήθ. ρηματικό επίθετο σε -τος· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο εύκολα μπορεί να δεχτεί την ενέργεια που συνεπάγεται το β' συνθετικό· (πρβ. ευ-): ~βάσταχτος, ~γιάτρευτος, ~διάβαστος, ~δούλευτος, ~πλησίαστος, ~χώνευτος. || ευκολόγεννος, που γεννά εύκολα.
[μσν. ευκολο- θ. του επιθ. εύκολ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ευκολο-χώνευτος]



