Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "ενεός -ή -ό"
1 item total
ενεός -ή -ό [eneós] Ε1 : (λόγ.) άφωνος, βουβός, αμήχανος από κατάπλη ξη· άναυδος, εμβρόντητος, κατάπληκτος: Ενεοί παρακολουθούμε τις εξελίξεις. Στέκονται ενεοί μπροστά στο τόλμημά του.

[λόγ. < αρχ. ἐνεός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go