Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελλειπτικός 2 -ή -ό : 1.(γραμμ.) που χαρακτηρίζεται από την απουσία ορισμένων μορφολογικών στοιχείων ή τύπων: Ελλειπτικά ονόματα / ρήματα. Tο ουσιαστικό “πρωί” είναι ελλειπτικό· στη γενική του ενικού αριθμού και στον πληθυντικό δανείζεται τους τύπους από το “πρωινό”. || που χαρακτηρίζεται από την απουσία ορισμένων συντακτικών στοιχείων: Ελλειπτική πρόταση. 2. (για λόγο, ύφος κτλ.) που συνειδητά παραλείπει ό,τι θεωρεί περιττό, που χαρακτηριστικό του είναι το σχήμα της έλλειψης: ~ λόγος. Ελλειπτική φράση / έκφραση.
[λόγ. < ελνστ. ἐλλειπτικός]



