Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελλειπτικός 1 -ή -ό [eliptikós] Ε1 : που έχει το γεωμετρικό σχήμα της έλλειψης: Ελλειπτική τροχιά. Ελλειπτικό πεδίο.
ελλειπτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. elliptique < νλατ. ellipticus (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἔλλειψις (δες έλλειψη 1) με βάση το ελνστ. ἐλλειπτικός (δες ελλειπτικός 2) (-ique = -ικός)]



