Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εκλεκτικός -ή -ό [eklektikós] Ε1 : 1. (ως χαρακτηρισμός προσώπου) που είναι πολύ αυστηρός και απαιτητικός στις προτιμήσεις του, που αναζητεί όχι απλώς το καλό αλλά το καλύτερο: Εκλεκτικοί αναγνώστες. Είναι πολύ ~ στις μουσικές προτιμήσεις του. Δύσκολοι και εκλεκτικοί πελάτες. 2. που δεν αφορά ένα σύνολο αλλά ένα ορισμένο μέρος· ειδικός: Εκλεκτική δράση ενός φαρμάκου. ~ χρωματισμός των κυττάρων. || Εκλεκτικές συγγένειες: α. φυσικοχημική έλξη ορισμένων χημικών ουσιών προς κάποιο κυτταρικό στοιχείο. β. κοινά πολιτισμικά στοιχεία ανάμεσα σε πρόσωπα, λαούς κτλ. 3. (ως ουσ., για πρόσ.) ο εκλεκτικός, αντί του εκλεκτικιστής.
[λόγ.: 1, 2: ελνστ. ἐκλεκτικός `ικανός να επιλέξει΄ & σημδ. γαλλ. électif· 3: ελνστ. πληθ. οἱ ἐκλεκτικοί]



