Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εις μία εν [ís mía én] αριθμτ. επίθ. απόλ. : (λόγ.) ένας, μόνο σε απαρχαιωμένες εκφράσεις εν μιά νυκτί, σε μια νύχτα μόνο. εν ενί λόγω, με ένα λόγο, με μια κουβέντα. εν προς εν, ένα προς ένα, ένα ένα: Tα έλεγξε όλα εν προς εν. εν οίδα* ότι ουδέν οίδα. || (γραμμ.) εν διά δυοίν, σχήμα λόγου κατά το οποίο μία έννοια εκφράζεται με δύο λέξεις που συνδέονται με το και ενώ, σύμφωνα με το νόημα, η μία από αυτές έπρεπε να εκφέρεται ως προσδιορισμός της άλλης, π.χ.: «Πέρασε ράχες και βουνά» αντί «Πέρασε ράχες βουνών».
[λόγ. < αρχ. εἵς, μία, ἕν]



