Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "δηκτικός -ή -ό"
1 εγγραφή
δηκτικός -ή -ό [δiktikós] Ε1 : (λόγ.) που είναι οξύς, προσβλητικός στα λόγια, στο ύφος του: Δηκτικά λόγια. Δηκτικό χιούμορ. δηκτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. δηκτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες